- ἰῶκα
- ἰωκήroutmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰωκά — Ἰωκά̱ , Ἰωκή fem nom/voc/acc dual Ἰωκά̱ , Ἰωκή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωκά — ἰωκά̱ , ἰωκή rout fem nom/voc/acc dual ἰωκά̱ , ἰωκή rout fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴωκα — ἴ̱ωκα , ἰόω become perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωκάν — Ἰωκά̱ν , Ἰωκή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωκάν — ἰωκά̱ν , ἰωκή rout fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωκάς — Ἰωκά̱ς , Ἰωκή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωκάς — ἰωκά̱ς , ἰωκή rout fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωκή — ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α) 1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη 2. ως κύριο όν. Ἰωκή προσωποποίηση τής δίωξης, τής επίθεσης («ἐν δ Ἔρις, ἐν δ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με… … Dictionary of Greek